23.10.07

TIME-LIFE

Here it is. Enjoy....

TIME-LIFE

Ο δείκτης των δευτερολέπτων γύριζε αργά. Χτύπαγε πάνω σε κάθε χαρακιά του αλουμινένιου ρολογιού απέναντί του, πιο βαριά κι από σφυρί σε αμόνι ενος κουρασμένου σιδηρουργού. Η κρούση ήταν κάτι παραπάνω απά ανελέητη. Ήταν ανυπόφορη. Την ένιωθε να τραντάζει τα μηνίγγια του και νόμιζε ότι το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σκάσει προς τα έξω. Τα άκρα του είχαν μουδιάσει και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο ρολόι στον τοίχο, σε κάτι πίσω απ’ αυτό στο μακρινό ορίζοντα, που όταν τον άφηνε ο πονοκέφαλος, του έρχοταν σαν φευγαλέα εικόνα στο νου.

Είχε πάρει μια στάση παραίτησης, μάλλον επίτηδες, μιας και τα πάντα είναι θέμα στυλ. Μπορεί να μην μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο απ’ το να παραιτηθεί. Η αλήθεια είναι ότι δεν τα βάζεις με το χρόνο. Είσαι περικυκλωμένος. Είναι πίσω σου, είναι δίπλα σου και το σίγουρο είναι ότι θα τον βρεις μπροστά σου. Δεν υπάρχει περίπτωση να του ξεφύγεις, να τον κερδίσεις. Η μόνη λύση είναι να τον ξεγελάσεις αλλά ακόμα και τότε έχεις καταφέρει να ξεγελάσεις μόνο τον εαυτό σου.

Στη φάση που ήταν δεν μπορούσε παρά να συμβαδίσει με τα αιώνια δευτερόλεπτα που τον παρασέρνανε, που τον ταλανίζανε, που τον νικούσαν. Ένα-ένα μικρό χτύπημα κάθε φορά με απίστευτη δύναμη, σαν τα μυγάκια στο παρ-μπριζ σε μια νυχτερινή βόλτα στην εξοχή.

Νάτος λοιπόν, ένα έρμαιο του χρόνου, ένα εύκολο θύμα ακόμα και όταν ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα, τώρα απόλυτα παραδομένος, με το ένα χέρι στο γόνατο και την παλάμη προς τα πάνω, το κεφάλι γυρτό, με το άδειο του βλέμμα να αντικρύζει το άπειρο και να το αισθάνεται, με το στόμα μισάνοιχτο.

Δεν σκέφτοταν τίποτα. Δεν μπορούσε άλλωστε, όντας έρμαιο των σαδιστικών ορέξεων ενός ανώμαλου χρόνου που αποφάσισε να σταματήσει λίγο το ταξίδι του και να παίξει, ταλαιπωρόντας τον, έτσι για να περάσει την ώρα του.

Στο άδειο του μυαλό, τα μαστιγώματα του δείκτη έσκιζαν την σιωπή του στα δύο και αντηχούσαν επ’ άπειρο με μηδενικό ρυθμό απόσβεσης και αυξανόμενη ένταση απ’τα απανωτά πλήγματα.

Ένιωθε αβοήθητος. Αν μπορούσε να μιλήσει, αν μπορούσε να ανακτήσει τον έλεγχο των μυών του και να κουνήσει το στόμα του ξεφυσώντας αέρα απ’τα πνευμόνια του θα ούρλιαζε φτύνοντας αίμα.

Ήταν σε απελπιστική κατάσταση και το ήξερε. Όση απ’τη συνείδησή του ήταν ζωντανή και δεν είχε παρασυρθεί απ’το ρεύμα του χρόνου, το απολάμβανε. Δεν είχε ξαναφτάσει σε τέτοια κατάσταση απάθειας, τόση ώστε ίσα που την αντιλαμβάνοταν και ένα μέρος του μπορεί και να ένιωθε ηδονή. Το σίγουρο είναι ότι όταν ο χρόνος θα αποφάσιζε να περάσει από πάνω του και να τον αφήσει, αυτός μάλλον θα ένιωθε καλύτερα αν απο πάνω του είχε περάσει μια εμπορική αμαξοστοιχία με ατσάλι και μπετό και προορισμό την κόλαση.

Μήπως ήταν από πάντα εκεί? Εικόνες που να του θυμίζουν μια πρώτερη κατάστασή του δεν υπήρχαν. Είχαν παρασυρθεί σε ένα απύθμενο έρεβος που κόντευε να καταπιεί και τον ίδιο. Δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης. Κάτι που να πρoκαλέσει ένα ερέθισμα, να σκεφτεί αν κάποτε υπήρξε κάτι καλύτερο ή κάτι χειρότερο απ’αυτο που ζούσε τώρα.

Τώρα? Ποτέ άλλωτε δεν είχε παρατηρήσει τόσες στιγμές του τώρα. Ποτέ άλλωτε δεν τις είχε ζήσει ολόκληρες. Πάντα κάτι του ξέφευγε, κάτι έλειπε. Ποτέ άλλωτε το Τώρα δεν τον είχε πλημμυρίσει με τόση πληροφορία. Ήταν βασανιστικό. Κάθε στιγμή ήταν ίδια με αυτή που μόλις τον είχε προσπεράσει, εντείνοντας το μαρτύριό του, και όμως κάθε στιγμή έβαζε τη δική της ανατριχιαστική πινελιά και έκανε αισθητή την παρουσία της με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Πάντα έκανε σχέδια για το μέλλον ή σκάλιζε το παρελθόν κρατώντας στο μυαλό του μια παιδιάστικη γραμμική πορεία για τον χρόνο ξεχνώντας να τοποθετήσει τον εαυτό του στο τώρα. Τώρα όμως...

Όσο τα δευτερόλεπτα γέμιζαν με ορμή και απίστευτη πίεση το άδειο του κεφάλι, το άνευρο κορμί του, το κάθε του άτομο, αυτός ένιωθε το Τώρα. Ξεκινούσε απ’το κενό του βλέμμα και επεκτείνοταν προς κάθε κατεύθυνση του χώρου, που πλέον αντιλαμβάνοταν εκατοστό προς εκατοστό, σαν μπάλα φωτιάς, καθαρής ενέργειας, λευκού και μαύρου φωτός, μέχρι που άρχιζε να τον ξεχειλίζει.

Δεν διέρρηξε τα φυσικά του όρια, τη σωματική του υπόσταση, άρχισε να τον διευρύνει, να τον τεντώνει, άρχισε να επεκτείνεται φτάνοντας τα όριά του στο άπειρο.

Δεν ακούγοταν τίποτε άλλο εκτός απ’τα 16db που παρήγαγε ο δείκτης των δευτερολέπτων στο ρολόι στον τοίχο. Αυτός δεν ήταν πια εκεί...Μάλλον εκεί είναι ακόμα...Ή ήταν πάντα εκεί και θα είναι εκεί για πάντα? Μπορεί...μιας και ο χρόνος δεν έχει γνώση της ύπαρξής του...

Δεν υπάρχουν σχόλια: