27.10.07

Everybody dies at the end...

Mystery, action, humor, adventure, stunts, gunshots, plot, explosions, heroes and an unexpected ending. All this, in an absurd story i made up just to fit all these in it...


ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΛΟΙ

Η νύχτα ήταν ευχάριστη. Νότια στον ορίζοντα είχαν μαζευτεί ένα μάτσο σύννεφα σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ένα ελαφρύ αεράκι φύσαγέ καθώς ο Τερζής έπαιρνε δύο ανάσες κατεβαίνοντας τα σκαλιά του σπιτιού του.

Ο κύριος σκοπός του, σήμερα το βράδυ, ήταν να φτάσει στην οδό Λεονάρδου Πεγκόση πάση θυσία. Ο Ανδρικόπουλος μπορεί να μη νοιαζόταν και πολύ γι’ αυτό, αλλά δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ήταν άλλωστε ο χαρακτήρας του τέτοιος, που του επέτρεπε να μη δείχνει ότι νοιάζεται ούτως ή άλλως.. Συχνά έκανε τέτοιες σκέψεις, αλλά δεν επηρρεάζοταν καθόλου από το γεγονός ότι τα τελευταία λόγια του Χουάν Ραμόν Ρότσο δεν είχαν κανένα αντίκτυπο στις πράξεις του.

Ο Τερζής πήρε το αμάξι του και κατευθύνθηκε προς Καραχάλιου όπου τα βρώμικα του “ Γιατρού της Πείνας” Γιατράκου γέμιζαν την ατμόσφαιρα με εξωτικές μυρωδιές απ’ τη Θάλασσα του Shtapha. Ένας λιβανέζος παρατηρούσε τον ψήστη με προσήλωση καθώς τα λουκάνικα και οι πατάτες... Συνέχισε το δρόμο του φτάνοντας στο γνωστό αδιέξοδο. Κατέβηκε, πήρε μαζί του τον πυροσβεστήρα απ’ το αμάξι και τον εφάρμοσε στην ειδική υποδοχή στον τοίχο. Μια ανεπαίσθητη ριπή αέρα τον χτύπησε στο πρόσωπο και ο Μάλλης εμφανίστηκε απ’ την άλλη μεριά, καθώς το άνοιγμα υποχωρούσε στην οροφή.

«Που ‘ναι ο Ματτίς?» του λέει αυτός.

«Δεν ξέρω» του απάντησε ξερά, χωρίς ίχνος συναισθήματος και προχώρησε.

«Ξέρεις ο Μοσχονάς δεν τα σηκώνει κάτι τέτοια.»

«Και τί θες να κάνω? Αφού πρόπερσι στο Παρίσι η κατάσταση είχε ξεκαθαρίσει και με τον Παρασκευόπουλο και με τον Γέλες. Ο Αντωνάκος δεν θα ξαναέπαιρνε τον Αλιφραγκή απ’ την εταιρεία αν δεν ξαναρχότανε η Έφοδος.»

«Μα, αφού το ήξερες. Μια φορά το μήνα γινότανε αυτό, για ένα μήνα συνέχεια, μέχρι που τα πράγματα εκτονώθηκαν.»

Προχώρησαν στο βάθος του διαδρόμου που φιδογύριζε μπροστά τους, ακολουθώντας τα σήματα στους τοίχους. Στο τέλος της διαδρομής ήταν χαμένος στις σκέψεις του που είχαν παρασυρθεί στους λαβυρίνθους του δικού του μυαλού.

Μπήκαν στην αίθουσα όπου ο Λάσκαρης περίμενε ιδρωμένος.

«Άντε ρε μαλάκα. Πόυ ήσουνα?»

«Μη βρίζεις.» Του είπε ο Τερζής και απ’το γυμναστήριο μέσα ακούγοταν μύες να δουλεύουν με σίδερο για πολλές ώρες.

«Θέλω να δω τον Καλλαρίτη ΤΩΡΑ» είπε υψώνοντας λίγο τον τόνο της φωνής του.

«Θα πρέπει να περιμένεις. Δεν ήρθε η ώρα ακόμα»

«Καλά, μαλάκας είσαι? Ξέρεις πόση ώρα περιμένω? Ξέρεις τι σημαίνουν όλα αυτά? Μεσημέρι-βράδυ αυτό το πράγμα σκεφτόμουνα. Ο Κανέλλος δε μιλιότανε...»

« Ο Κανέλλος!?»

Μια σιωπή επικράτησε ταυτόχρονα στο χώρο. Οι μύες σταμάτησαν να δουλεύουν και τη θέση του ήχου του μεταλλου πάνω στο μέταλλο πήρε ο ήχος της κοφτής ανάσας του Παλληθεοδώρου.

« Πρώτα απ’ όλα (ακούγοταν εξαιρετικά ταραγμένος, αν και η φωνή του ήταν σταθερή σαν βράχος) δεν ήξερα ότι θα ‘ρθεις σήμερα»

«Ε, και τί μ’ αυτό?»

Έξω μακριά η ένταση στις κεραίες άρχισε να μεγαλώνει. Ο Τριμπόνιας ήταν έτοιμος να κάνει την κίνησή του.

«Τα άκουσες όλα αυτά?»

Η ολόσωμη στολή του δεν τον δυσκόλευε ούτε να μιλήσει, ούτε να κινηθεί. Στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απ’τα δύο, ο Παπάζογλου δεν θα τον άφηνε άλλωστε, τέτοια ελευθερία κινήσεων τον έκανε εξαιρετικά επικίνδυνο, αλλά κάτι έπρεπε να κάνει.

« Τα άκουσα, τα άκουσα» απάντησε με ένα μειδίαμα ο Αλιφραγκής και ένευσε στον Αντωνάκο. Εκείνος σηκώθηκε ήρεμος και πάτησε ένα κουμπί. Η διαδικασία είχε ξεκινήσει. Τώρα τίποτα δε μπορούσε να ξεγίνει.

Στα δέκατα του δευτερολέπτου που το σήμα έφτασε στα αυτιά του Παρασκευόπουλου ο Γελές ήταν ήδη στη θέση του.

«Γελές»

«Ναι»

«Φύγαμε»

«Το ξέρω»

Σαν να το ήξερε και ο Ρήγος 1500 μέτρα μακριά απ’τ ο σημείο συνάντησης έσβηνε ένα τσιγάρο ατενίζοντας το πανύψηλο κτίριο από κάτω. «Προλαβαίνω» σκέφτηκε και άρχισε να σκαρφαλώνει με απίστευτη επιδεξιότητα και ευελιξία. Φτάνοντας στην κορυφή τους είδε.

«Μας άκουσαν και έρχονται προς τα δω!!» Η στοά και το γυμναστήριο αντήχησαν από σούσουρα καθώς κανείς δε μπορούσε να είναι σίγουρος για τίποτα. Η παρουσία του Στρατάκη βοηθούσε στην καλλιέργεια ενός κλίματος αμφιβολίας όμως το συμπέρασμα δεν μπορούσε να εξαχθεί μόνο από μια απλή διαπίστωση, πράγμα που κανείς τους δεν είχε την πρόθεση να βγάλει, ούτε καν απ’ την υπόνοια ότι ένα τέτοιο γεγονός βρίσκοταν σε κίνηση.

«Είναι αδιανόητο!» Ούρλιαξε ο Θεοδωρακόπουλος και έτρεξε προς την πόρτα.

« Αυτή τη φορά πραγματικά άργησες ... Η πτώση του Λιώση είναι κοντά και τίποτα πια, μα τίποτα δεν χρειάζεται να γίνει επιπλέον» Ο Σούρλας είχε ξεστομίσει αυτά τα λόγια με βαθιά απελπισία και επίγνωση των όσων έλεγε και μια ανεπαίσθητη κίνηση των χειλιών, έστειλε ρίγη συγκίνησης σε όλους στο δωμάτιο.

Ο Δημητρόπουλος δεν είχε αισθανθεί τίποτε. Τους παρατηρούσε πίσω απ’ το τζάμι έναν-έναν και κάτι μέσα του έλεγε πως είχε δίκιο. Ο Ματτίς ναι, είχε εξαφανιστεί, είχαν φτάσει ως εδώ που είχαν φτάσει, όχι όμως για να τελείωσουν όλα έτσι. Δεν το πίστευε. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Του είχε πει κι ο Μνιέστρης, του το είχε υπογράψει όμως, πίσω απ΄τα γράμματα, εκείνη τη στιγμή, του φάνηκε πως είδε α;ριθμούς. «Λες?» Σκέφτηκε και ήταν σίγουρος. ‘128984’ Δε μπορεί...!! Είχε βρεί τη λύση, το ήξερε.

Έτρεξε. Έτρεξε σαν να μην υπάρχει αύριο.

Την ίδια στιγμή ο Ρήγος πηδούσε στο απέναντι κτίριο, στο σημείο συνάντησης και έφταναν και ο Γελές και ο Παρασκευόπουλος , ενώ όλοι στη στοά άρχιζαν να σχηματίζουν τον κύκλο.

Καθώς έτρεχε, οι σκιές φάνηκε να αλλάζουν στους τοίχους και να πυκνώνουν το δωμάτιο μ’ ένα πυκνό πέπλο μυστηρίου.

Οι άλλοι από πάνω ήδη άνοιγαν τρύπα στο παχύ τσιμέντο. Για να μπουκάρουνε.

« ΩΩΩ ΕΗ ΕΤΝΑ ΛΥΠ ΛΕΜ ΠΑΠ ΩΩΩ ΕΗ ΕΤΝΑ ΛΥΠ ΛΕΜ ΠΑΠ ΩΩΩ ΕΗ ΕΤΝΑ ΛΥΠ ΛΕΜ ΠΑΠ ...» Το μουρμουρητό απ’ τον κύκλο ολοένα και μεγάλωνε σε πλήρη αντιστοιχία με την τρύπα που σκάβανε οι άλλοι απέξω.

Τη στιγμή που μπαίνανε μέσα, το μουρμουρητό είχε γίνει ψίθυρος στα αυτιά όλων εκτός απ’ του Φωκέα. Γι’ αυτόν ο ήχος ήταν ανυπόφορος.

Ξάφνου με ένα δυνατό σπασμό που συντάραξε τον Κωσταρίδη και τον Θεοδωρακόπουλο, που είχε ήδη φύγει, ο κύκλος έσπαγε και εκεί που, πριν λίγο, βρισκότανε ο Φωκέας, εμφανίστηκε ο Ράπος.

Μπαίνοντας μ΄ςσα οι άλλοι είδαν το Ράπο να έχει βγάλει τα δύο 77΄΄ ούζι με τις 4 γεμιστήρες το καθένα, ειδική παραγγελία από τον μοναδικό στις μεταποιήσεις Μπίστη, και να θερίζει όλους τους “ συνδέσμους” του κύκλου!

Ο Δημητρόπουλος είχε ήδη τελειώσει τη σκέψη του μπροστά απ’ την ειδική συσκευή.

«128984»

Το μηχάνημα αποκρίθηκε «123770» και τώρα μετα δυσκολίας μπορούσε να συνεχίσει... Ήταν όλοι νεκροί.

Ο Καρκαλάς σηκώθηκε απ’ την πολυτελέστατη πολυθρόνα, στήριξε τους αγκώνες του στο παράθυρο και κοίταξε με προσοχή τη πόλη κάτω. Το βλέμμα του επικεντρώθηκε στη μετάπτωση της φωτεινότητας στα βοριοανατολικά του, όπου βρισκόταν το κτιριακό συγκρότημα.

Προσηλώθηκε για αρκετή ώρα στο σημείο και για αρκετή ώρα κρατούσε την αναπνοή του.

Στο τέλος, έγινε μπλε και έσβησε αφήνωντας το κορμί του να κυλήσει στο πολυτελές γραφείο του που του έκοψε τη φόρα.

Για σήμερα ήταν ασφαλής...

Δεν υπάρχουν σχόλια: